- προπλαστίδιο
- το, Νβοτ. μικρό οργανίδιο, διαμέτρου μικρότερης τού ενός μικρομέτρου, που απαντά στο κυτταρόπλασμα τών ζωντανών μεριστωματικών φυτικών κυττάρων και από το οποίο αναπτύσσεται το πλαστίδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.